Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπανόρθωτο [anepanórθoto] το, (L)
- irreparability, the irreparable act or action:
- ήρθε το ~ |
- προκάλεσε το ~ |
- το ~ ήταν η φυγή |
- τραγωδία είναι το ~ |
- το αναπόφευκτο ισοδυναμεί νοηματικά με το ~ |
- όσο πιο ηλικιωμένος είναι κανείς ή πιο άρρωστος, όσο επομένως βρίσκεται πιο κοντά στο ~, τόσο λιγότερο θέλει να το συλλογίζεται και να το συζητεί (Papanoutsos) |
- κοιτάζει να ιδεί πώς θα μπορούσε να διορθώσει λιγάκι το ~ (Xenop, adapted) |
- η απελπισία μπροστά στο ~ είναι κάτι που δεν το αντέχει η ανθρώπινη λογική (Chatzinis) |
- poem η σιωπή είναι το ~, | είναι το στοιβαγμένο χιόνι (Panagiotop)
[fr kath το ανεπανόρθωτον, substantiv. n of K ἀνεπανόρθωτος]
- irreparability, the irreparable act or action:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεπανόρθωτος -η -ο [anepanórθotos] Ε5 : που δεν μπορούν να τον επανορθώσουν· αθεράπευτος: Aνεπανόρθωτη συμφορά / βλάβη / ζημιά / καταστροφή. Aνεπανόρθωτο σφάλμα / κακό. Aνεπανόρθωτη απώλεια.
ανεπανόρθωτα ΕΠIΡΡ χωρίς να υπάρχει δυνατότητα επανόρθωσης: Kαταστράφηκαν ~. H κατάσταση χειροτέρεψε ~. [λόγ. < ελνστ. ἀνεπανόρθωτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπανόρθωτος, -η, -ο [anepanórθotos] (L)
- being beyond redemption or recall, irreparable, irretrievable (near-syn αδιόρθωτος):
- ανεπανόρθωτη αλλοίωση, βλάβη, ζημία, καταστροφή, συντριβή |
- ανεπανόρθωτο έγκλημα, λάθος |
- ανεπανόρθωτα σφάλματα |
- έπαθε μεγάλο και ανεπανόρθωτο δυστύχημα |
- επιτέλους, δεν πάθαμε και κανένα ανεπανόρθωτο κακό (Xenop) |
- ύστερα από μερικά χρόνια θα έχουν συντελεστεί καταστροφές ανεπανόρθωτες (Theotokas) |
- ο ώριμος άνθρωπος εκπροσωπεί την πλησμονή με τη σοφία που κατακτήθηκε με απώλειες ανεπανόρθωτες (Papanoutsos) |
- ο κίνδυνος ασκεί ανεπανόρθωτη γοητεία σε πολυάριθμες ομάδες ανθρώπων (Panagiotop) |
- η μεγάλη επίθεση είχε καταλήξει σε ανεπανόρθωτη ήττα τους (Terzakis) |
- ποτέ κάποιος θάνατος δε μας φάνηκε τόσο ~ (Kazantz) |
- συχνά η πέστροφα απάνου στα τρελά της πηδήματα παθαίνει ανεπανόρθωτη δουλειά (Potamianos) |
- έφυγα με την εντύπωση ενός ανεπανόρθωτου κι αδυσώπητου μοιραίου (Ouranis) |
- poem μα τι είναι τούτο που 'χουμε ονομάσει ανεπανόρθωτο; (Anagnostakis)
[fr kath ανεπανόρθωτος ← K, cpd of pref ἀν- & *ἐπανορθωτός (: AG ἐπανορθῶ); cf δυσεπανόρθωτος, εὐ-επανόρθωτος & AG de ἐπανορθωτ-ικός]
- being beyond redemption or recall, irreparable, irretrievable (near-syn αδιόρθωτος):



