Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπανόρθωτα [anepanórθota] adv (L)
- irreparably, irrecoverably, irretrievably, beyond redemption or recall, hopelessly (near-syn οριστικά):
- ~ αισιόδοξος ή ~ απελπισμένος |
- χαμένος ~ lost beyond recall |
- το μνημείο κατεστράφη ~ |
- κινδύνεψε από τη νευρασθένεια να χάσει ~ την υγεία της |
- οι σχέσεις των δύο χωρών θα πληγούν ~ |
- το βιβλίο κλόνισε ~ την πίστη μου (Petsalis) |
- μια υπόθεση τον ετάραξε ~ (Dimaras) |
- η προσφορά του ηθοποιού είναι ~ εφήμερη (Thrylos) |
- η λογική κ' η ρητορική ατονούσαν ~ (Theotokas) |
- η φοβία του πολέμου είναι ικανή να διαταράξει ~ τους θεσμούς της πολιτείας (Papanoutsos)
[der of ανεπανόρθωτος]
- irreparably, irrecoverably, irretrievably, beyond redemption or recall, hopelessly (near-syn οριστικά):



