Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεπαισθήτως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπαισθήτως [anepesθítos] adv (L) = ανεπαίσθητα (q.v.)
:
  • σιγά σιγά ~ η παράταξη αραίωσε |
  • ο ποιητής βλέπει από το παράθυρο της μοναξιάς του τα τείχη των καιρών και των νέων ιδεών μαζί, που συγκλονίζουν τις κοινωνίες, να ψηλώνουν ολοένα ωσότου τον κλείσουν ~ έξω (Chourmouzios) |
  • poem αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον· ~ μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω (Kavafis)

[fr kath ανεπαισθήτως (Koumanoudis) ← MG ανεπαισθήτως (6th c. AD), LK in active sense (Philo)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες