Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπίτρεπτα [anepítrepta] adv (L)
- impermissibly (near-syn απαράδεκτα):
- ήταν ~ σπάταλος |
- αυτή η ανακοίνωση εκθέτει ~ τις υπηρεσίες |
- η ασφάλεια των πτήσεων έχει πέσει σε ~ χαμηλό επίπεδο |
- η μυρωδιά του λιβανωτού, που αναδίνουν συχνά όσα ελληνικά έργα έχουν επίκεντρο μία προσωπικότητα, υποβιβάζει την επιστημονική μας ζωή σε ~ χαμηλό επίπεδο (Dimaras)
[der of ανεπίτρεπτος; cf kath ← K ἀνεπιτρέπτως (LXX)]
- impermissibly (near-syn απαράδεκτα):



