Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεπίκαιρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπίκαιρα [anepícera] adv (L)
  • untimely, unfittingly, at the wrong time (ant L επίκαιρα):
    • με ρωτάς πολύ ~ |
    • έπεσε στα χέρια μου αυτό το άρθρο πολύ ~

[der of ανεπίκαιρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες