Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξόφλητα [aneksóflita] τα, (L)
- unpaid debt (syn ανεξόφλητο χρέος) fig:
- poem να στήσει ..|..| τις υψηλές ιδέες της Δικαιοσύνης, της Eνότητας και της Eλευθερίας | να εξοφλήσει (κι ας το 'ξερε ο ίδιος) τ' ~ (Ritsos)
[substantiv. n pl of ανεξόφλητος]
- unpaid debt (syn ανεξόφλητο χρέος) fig:



