Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανεξόφλητα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεξόφλητα [aneksóflita] τα, (L)
  • unpaid debt (syn ανεξόφλητο χρέος) fig:
    • poem να στήσει ..|..| τις υψηλές ιδέες της Δικαιοσύνης, της Eνότητας και της Eλευθερίας | να εξοφλήσει (κι ας το 'ξερε ο ίδιος) τ' ~ (Ritsos)

[substantiv. n pl of ανεξόφλητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go