Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανεξαρτήτως
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεξαρτήτως [aneksartítos] adv (L) = ανεξάρτητα 2
:
  • ~ ηλικίας και φύλου
  • regardless of age and sex:
    • ~ του αν υποστηρίζουν δικές τους ή ξένες γνώμες |
    • αυτές οι βασικές αρχές πιστεύω πως εκφράζουν τις απόψεις κάθε Έλληνος, ~ πολιτικής παρατάξεως (Angelop) |
    • έγραψα ~ άλλων ερευνητών, ότι η Eλλάδα κατοικείται ακόμα από την Παλαιολιθική εποχή (Poulianos)

[fr kath (neol]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go