Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξακρίβωτα [aneksakrívota] adv (L)
- without confirmation, unverifiably:
- ένα σπαθί του 1821 ~ πιθανολογείται σαν δώρο του Kαραϊσκάκη (Vasileiou) |
- οι Δόλοπες ~ φέρονται ως λαός θεσσαλικός (id.)
[der of ανεξακρίβωτος]
- without confirmation, unverifiably:



