Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξαίρετα [anekséreta] adv (L)
- without exception, unexceptionally, universally (syn ανεξαιρέτως):
- όλοι ~ οι άνθρωποι έχομε αδυναμίες |
- η αρχή αυτή δεσμεύει ~ κάθε πράξη (Theodorakop) |
- ~ όλες οι κοινωνικές πράξεις έπρεπε να τελούνται σύμφωνα με τον ηθικό νόμο |
- σε όλα τα παιδιά του λαού ~, εύπορα και άπορα, πρέπει να είναι ανοιχτά και προσιτά τα σχολεία της Mέσης Παιδείας (Papanoutsos) |
- η δημοτική θα καλύψει το ταχύτερο όλους ~ τους τομείς του γραπτού λόγου (Christidis) |
- poem .. το πράον εκείνο βλέμμα συμπαθείας, που, αν όχι | την οργή στη ρίζα της, όμως στην εξωτερίκευσή της | πάντοτε σε όλους μας ~ σταματά (Papatsonis)
[der of ανεξαίρετος]
- without exception, unexceptionally, universally (syn ανεξαιρέτως):



