Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξίτηλα [aneksítila] adv
- ineffaceably, indelibly (syn L ανεξάλειπτα, ant L εξίτηλα):
- η μορφή είναι ~ χαραγμένη πάνω στον πίνακα |
- poem διωκόμαστε και διώκαμε, ώσπου | η αστυνομία, κύριοι, μ' έγραψε στα κατάστιχά της ~ (Patrikios)
- ⓐ fig indelibly, permanently, forever (near-syn παντοτινά):
- στη μνήμη των μικρών παιδιών μένει ~ χαραγμένη η Aγία Mαρκέλλα |
- οι φανατικοί όποιας μορφής έσπειραν τον όλεθρο στη γη και σπίλωσαν ~ το νόημα του ανθρώπου (Panagiotop) |
- πολλές σχολές εναποθέτουν ~ τη σφραγίδα τους πάνω στους μαθητές τους (Thrylos)
[der of LK ἀνεξίτηλος]
- ineffaceably, indelibly (syn L ανεξάλειπτα, ant L εξίτηλα):



