Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξέταση η [aneksétasi] Ο33 : (λόγ.) επανεξέταση: Zητήθηκε ~ των γραπτών.
[λόγ. αν(α)- εξέ τα(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. réexamen]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξέταση [aneksétasi] η, (L)
- reexamination, reconsideration (syn L επανεξέταση,:
- στο στωικισμό η ~ και ο αυτοέλεγχος θεωρείται προνόμιο του ανθρώπου και θεμελιώδες καθήκον (Geros)
[fr neol (kath) ανεξέτασις, der of ανεξετάζω]
- reexamination, reconsideration (syn L επανεξέταση,:



