Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξέλικτα [aneksélikta] adv (L)
- in an undeveloped manner:
- η θεωρία του εξακολουθεί να είναι δεμένη με τον διαφωτισμό της ομάδας του Kαταρτζή, ~ και μάλιστα με προώθησή της ως τις έσχατες συνέπειές της (Dimaras)
[der of ανεξέλικτος2]
- in an undeveloped manner:



