Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεξάρτητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεξάρτητα [aneksártita] adv (L)
  • ① independently (near-syn ελεύθερα):
    • θα κινηθούμε ~ ώσπου να βρούμε το σύνταγμά μας (ADoxas) |
    • πρέπει ν' αναπτύσσεται η οικονομία μας όσο γίνεται πιο ~ (PSolomos)
  • ② w.από irrespective of, regardless of, independent of (syn άσχετα):
    • το κράτος δεν μπορεί να υπάρξει ~ από το δίκαιο |
    • ο τάδε, ~ από τις θεωρίες του, είναι ένα πολύ ξεχωριστό παράδειγμα πνευματικής ορμής κλ (Theotokas) |
    • κρύβει έναν οργασμό έτοιμο να ξεσπάσει ~ από κάθε νόμο φυσικό (KPolitis) |
    • ο σκοπός είναι να παρέχεται εκπαίδευση για το σύνολο του λαού .. ~ από την οικονομική κατάστασή του (Papanoutsos) |
    • υπάρχει ένας κόσμος λογικών σχέσεων, που ισχύουν ~ από κάθε εμπειρία (Georgoulis) |
    • όλοι όσοι πετύχαιναν στο διαγωνισμό, ~ από καταγωγή, μπορούσαν να γίνουν μανταρίνοι (Evelpidis) |
    • ~ από τη στάση του συγγραφέα αντίκρυ στο πρόβλημα που ανακινεί, πρόκειται για ένα άξιο μυθιστόρημα (Sachinis)
  • ③ w. από independent of, separate fr (syn χωριστά):
    • ο κάθε κόσμος υπάρχει ~ από τον άλλον, κινούμενος σε μια διαφορετική τροχιά (Chatzinis) |
    • οι ανακαλύψεις γίνονται ταυτόχρονα από πολλούς μαζί εργάτες που ο καθένας τους δουλεύει ~ από τους άλλους (Dimaras)

[der of ανεξάρτητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες