Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξάντλητα [aneksándlita] adv (L)
- inexhaustibly, unfailingly, endlessly (near-syn αστείρευτα):
- συζητούν ~ |
- ο συγγραφέας δημιουργεί ~ ανθρώπινες μορφές |
- η τέχνη με την πνοή της έκανε τον Άμλετ σύμβολο με νόημα βαθύ και ~ πλούσιο (Papanoutsos) |
- το σύγχρονο οικονομικό πνεύμα έχει τη δυνατότητα να επινοεί ~ καινούργιες τεχνικές (Dizikirikis) |
- ο αληθινός καλλιτέχνης πρωτοτυπεί ~ χωρίς να καταλήγει σε μανιερισμό (Despinis) |
- poem η παλέτα μου | στάζει ~ .. (Vrettakos)
[der of ανεξάντλητος]
- inexhaustibly, unfailingly, endlessly (near-syn αστείρευτα):



