Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανεξάντλητα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεξάντλητα [aneksándlita] adv (L)
  • inexhaustibly, unfailingly, endlessly (near-syn αστείρευτα):
    • συζητούν ~ |
    • ο συγγραφέας δημιουργεί ~ ανθρώπινες μορφές |
    • η τέχνη με την πνοή της έκανε τον Άμλετ σύμβολο με νόημα βαθύ και ~ πλούσιο (Papanoutsos) |
    • το σύγχρονο οικονομικό πνεύμα έχει τη δυνατότητα να επινοεί ~ καινούργιες τεχνικές (Dizikirikis) |
    • ο αληθινός καλλιτέχνης πρωτοτυπεί ~ χωρίς να καταλήγει σε μανιερισμό (Despinis) |
    • poem η παλέτα μου | στάζει ~ .. (Vrettakos)

[der of ανεξάντλητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go