Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεξάλειπτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεξάλειπτα [aneksálipta] adv (L)
  • indelibly, ineffaceably (syn ανεξίτηλα):
    • η πίστη σφράγισε ~ τα παιδικά σου χρόνια (Palam) |
    • η ισπανική ευγένεια, πρώτη φορά ~ χαραγμένη από τον Γκρέκο (Papantoniou) |
    • μέσα στην έννοια του τραγικού υπάρχει ~ το ηρωικό στοιχείο (Papanoutsos) |
    • το γλωσσικό άρθρο στο Σύνταγμα κηλιδώνει ~ την κατά τα άλλα φωτεινή και προοδευτική δράση της διπλής Aναθεωρητικής Bουλής (Thrylos) |
    • οι μορφές αυτές αποτυπώνονται ~ στη μνήμη μας (Sachinis) |
    • ο δόλος εναντίον του Kαισαρίωνα σπιλώνει ~ τη μνήμη τού μετέπειτα θρυλικού Aυγούστου (Roussos)

[der of ανεξάλειπτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες