Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανενημέρωτος -η -ο [anenimérotos] Ε5 : α.που δεν ενημερώθηκε, που δεν είναι ενημερωμένος, πληροφορημένος για όσα ως τώρα και πρόσφατα έγιναν. ANT ενημερωμένος, ενήμερος: Έχω να διαβάσω πολύ καιρό εφημερίδα και είμαι ~. β. (για λογιστικά κτλ. βιβλία) μη ενημερωμένος: ~ λογαριασμός. Aνενημέρωτο μητρώο.
[λόγ. αν- (δες α- 1) ενημερω- (δες ενημερώνω) -τος]



