Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανενδοίαστα [anen∂íasta] adv (L)
- unhesitatingly, resolutely (syn αδίστακτα):
- συμμερίζομαι τις απόψεις του |
- ο εραστής της ζωής κάνει ~ το πήδημα του θανάτου (Papanoutsos) |
- κάνομε πάντοτε ~ εκείνο που η ψύχραιμη και ανεπηρέαστη σκέψη μάς λέγει (Petsalis) |
- ο συγγραφέας εκφράζει άμεσα και ~ τον εαυτό του (Chatzinis) |
- εφαρμόζει τόσο αιφνιδιαστικά και τόσο ~ την τολμηρή πολιτική του (Roussos) |
- απεκάλυπταν τώρα ~ και τις συγκεκριμένες εδαφικές αξιώσεις τους (Fteris) |
- poem κ' εδώ ~ | μας λένε μπορείτε, μόνο βιαστείτε (Papatsonis)
[der of adj ανενδοίαστος]
- unhesitatingly, resolutely (syn αδίστακτα):



