Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμώδης, -ης, -ες [anemó∂is] (L)
- windy, airy, flatulent:
- η Eλλάδα έχει χαρακτηρισθεί χώρα ~
[fr MG ανεμώδης ← K, AG]
- windy, airy, flatulent:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[fr MG ανεμώδης ← K, AG]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |