Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμυαλιά η [anemna
á] Ο24 : (λαϊκότρ.) η ιδιότητα ή η ενέργεια του ανέμυαλου· αμυαλιά, ανοησία, επιπολαιότητα: Aπ΄ την ~ του τα έπαθε όλα. [ανέμυαλ(ος) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμυαλιά [anemjaljá] η, region. (IonIsl,
- Maced etc) witlessness, lightheadedness, foolishness (syn in αμυαλιά 1):
- ανεμυαλιές αντρίκειες, μωρουδίστικες |
- από ~ τους βγήκανε στο κλαρί (Bastias) |
- είχα το κουράγιο να κάνω τη μεγαλύτερη ~ και να μη με νοιάξει διόλου (Lountemis) |
- folks. αγάπη που 'χα κ' έχασα απ' την ~ μου (Maced) |
- poem κι ο Eυπείθης αρχηγός τους έμπαινε στην τόση ~ του (Homer Od 24.469 Kaz-Kakr)
[der of ανέμυαλος]
- Maced etc) witlessness, lightheadedness, foolishness (syn in αμυαλιά 1):



