Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανεμποδίστως
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ανεμποδίστως, επίρρ.
  • Δίχως εμπόδια και προσκόμματα, ελεύθερα, ανενόχλητα:
    • (Iερακοσ. 35022), (Δωρ. Mον. XXII).

[μτγν. επίρρ. ανεμποδίστως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go