Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμοστάτης [anemostátis] ο, region.
- spindle holder or base:
- folks. ~ θα γενώ κι ανέμη να γυρίζω (Passow)
[cpd of MG ανέμη & combin. form -στάτης; cf λυχνοστάτης, φανοστάτης etc]
- spindle holder or base:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμοστάτης 1 ο [anemostátis] Ο10 : ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ανέμη.
[λόγ. ανέμ(η) -ο- + -στάτης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμοστάτης 2 ο : ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ο ανεμοδείκτης.
[λόγ. ανεμο-1 + -στάτης]



