Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμοσκορπίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεμοσκορπίζω [anemoskorpízo] -ομαι Ρ2.1 : (λογοτ.) σκορπίζω εδώ κι εκεί, σπαταλώ άσκοπα και αλόγιστα: Aνεμοσκόρπισε την περιουσία του / τα νιάτα του.

[μσν. ανεμοσκορπίζω < ανεμο-1 + σκορπίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεμοσκορπίζω.
  • Σκορπίζω κ. στον άνεμο, διασκορπίζω, διαλύω:
    • κόψε τα φουσσάτα μου και ανεμοσκόρπισέ τα (Σταυριν. 197).

[<ουσ. άνεμος + σκορπίζω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεμοσκορπίζω [anemoskorpízo] (& ανεμοσκορπώ) ipf ανεμοσκόρπιζα & ανεμοσκορπούσα, aor ανεμοσκόρπισα (subj ανεμοσκορπίσω), mi ανεμοσκορπίζομαι, aor ανεμοσκορπίστηκα (3sg ανεμοσκορπίστη[κε])
  • scatter to the winds, disperse:
    • η κατάρα του Θεού ανεμοσκόρπισε το σπίτι |
    • πρώτοι οι Nάξιοι ανεμοσκόρπισαν τον πανίσχυρο περσικό στόλο (EIR Taxidia) |
    • τον καιρό της κατοχής το απομεινάρι της λυγαριάς ανεμοσκορπίστηκε (Floros) |
    • οι άλλοι παρατάν μεμιάς το χορό, ανεμοσκορπίστηκαν αλαλιασμένοι (Myrivilis) |
    • poem κ' ένας θεός ανεμοσκόρπισε τ' αργίτικα καράβια (Homer Od 3.131 Kaz-Kakr) |
    • φυσάει, το παιχνιδάκι της ζωής να το ανεμοσκορπίσει (Kazantz Od 24.1347) |
    • .. ένα σμήνος | στάλες φωτιάς τινάχτη κι ανεμοσκορπίστη (Dikteos)
  • ⓐ fig dissipate, waste (syn σπαταλώ):
    • poem κι όλα ανεμοσκορπίζεις τ' αγαθά και τους διαβάτες κράζεις (Kazantz Od 23.900)

[fr MG ανεμοσκορπίζω, cpd of AG ἄνεμος & σκορπίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες