Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμοπύρωμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεμοπύρωμα το [anemopíroma] Ο49 : (λαϊκότρ.) δερματική πάθηση· ερυσίπελας.

[μσν. ανεμοπύρωμαν < ανεμο-2 + πύρωμα(ν)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεμοπύρωμα [anemopíroma] το,
  • ① med erysipelas (syn ανεμικό, ανεμοπύρι, πυρό)
  • ② bot the herb Bupleurum fructicosum (syn λαφόκλαδο)

[fr MG ανεμοπύρωμα (-ωμαν in Du Cange), cpd of άνεμος & LK πύρωμα (Ptolemy, 2nd c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες