Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανεμοπορία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεμοπορία η [anemoporía] Ο25 : το αεράθλημα της πτήσης με ανεμοπλάνο.

[λόγ. ανεμο-1 + -πορία κατά το αεροπορία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεμοπορία [anemoporía] η, aviat
  • gliding, soaring

[neol, der of ανεμοπόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go