Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμοπλάνο το [anemopláno] Ο39 : είδος αεροπλάνου χωρίς κινητήρα· ανεμόπτερο: Σήμερα τ΄ ανεμοπλάνα χρησιμοποιούνται για εκπαιδευτικούς σκοπούς.
[λόγ. ανεμο-1 + -πλάνον κατά το αεροπλάνον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμοπλάνο [anemopláno] το, aviat
- glider (syn ανεμόπτερο):
- ανεμοπλάνα λένε τα αεροσκάφη που δεν έχουνε δική τους κίνηση και αυτονομία, αλλά πλανάρουν απλώς (Segditsas)
[neol, cpd of AG ἄνεμος & -πλάνον; cf αεροπλάνο]
- glider (syn ανεμόπτερο):



