Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμοδούρα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεμοδούρα η [anemoδúra] Ο25α : 1α.ανεμοδείκτης. || (επέκτ.) διάφορα όργανα που η λειτουργία τους θυμίζει περιστρεφόμενη ανεμοδούρα (π.χ. στο χειροκίνητο εκκοκιστήριο, στην ανέμη, κ.ά.). β. (μτφ.) άστατος χαρακτήρας. 2α. ισχυρός άνεμος, ανεμοστρόβιλος με άστατη κατεύθυνση. β. ανεμοδόχος (πλοίου κτλ.).

[μσν. ανεμοδούρα, ανεμοδούριον < άνεμος ίσως κατά το σημαδούρα (αν η λ. είναι μσν.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεμοδούρα [anemo∂úra] η,
  • ① wind-indicator, wind-vane, weathervane, weathercock (syn in ανεμοδείκτης 1a):
    • phr γυρίζει σαν την ( wanders around aimlessly |
    • η εσπερινή αύρα έστρεφε μια χάλκινη ( (Ouranis) |
    • poem ( η κράχτισσα ψυχή πα στη στεγή της σάρκας, | χιλιολογίτες άνεμοι την κρουν κι όπως φυσούν γυρίζει! (Kazantz Od 21.455)
  • ⓐ fig changeable or fickle fellow, weathercock (syn άστατος άνθρωπος):
    • μα εσύ 'σαι (. Πότε πρέπει κανείς να σε πιστεύει; (EIR Taxidia) |
    • poem ένα φτερό στον άνεμο, μια σβούρα, | μια (· είν' ένας δίχως βάση (Stavrou Ar)
  • ② ventilator (of ships), ventilator cowl (syn ανεμοδόχη, ανεμοδόχος):
    • ο καπετά Mανόλης τον πρόσταξε να βάψει την ( (Karagatsis)
  • ③ spinning wheel, spindle, reel (syn ανέμη, ανεμίδι)
  • ④ fig disturbance, confusion (syn L αναστάτωση, αναταραχή, near-syn L σύγχυση):
    • μες στην ( της ενάρξεως της Eκθέσεως πού να ψάξω να βρω τον αρμόδιο; (Stratou)

[augmentat. of MG ανεμοδούριον]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεμοδούρας [anemo∂úras] ο, region.
  • changeable or fickle fellow, weathercock (syn in ανεμοδούρα 1b)

[der of syn ανεμοδούρα 1b]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες