Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμογράφος ο [anemoγráfos] Ο18 : (μετεωρ.) όργανο που καταγράφει αυτόματα τη μεταβολή της ταχύτητας και της κατεύθυνσης του ανέμου.
[λόγ. ανεμο-1 + -γράφος 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμογράφος [anemoγráfos] ο, (L) meteorol
- anemograph
[neol]



