Παράλληλη αναζήτηση
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμικό το [anemikó] Ο38 : (λαϊκότρ.) κατά τις λαϊκές παραδόσεις, πνεύμα συνήθ. κακοποιό· αερικό, στοιχειό, ανεμικήβ.
[ουσιαστικοπ. ουδ. του μσν. επιθ. ανεμικός `που τον χτυπάει ο άνεμος΄ < άνεμ(ος) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμικό [anemikó] το,
- evil spirit, ghost (syn αερικό, ξωτικό):
- είναι κακό τ' απόγι γιατί φέρνει τ' ανεμικά της καστανιάς (Papatsonis) |
- πλάκωσαν καβαλάρηδες, άγρια ανεμικά (Petsalis) |
- poem τους πλανταγμένους νιους γελούνε | τ' αερικά, τ' ανεμικά (Gryparis)
[substantiv. n of MG adj ανεμικός]
- evil spirit, ghost (syn αερικό, ξωτικό):
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεμικόν το.
-
- (Πιθ.) η ασθένεια ανεμοπύρωμα (που πιστευόταν ότι την προκαλούν «αερικά»):
- Τ’ ανεμικόν, το φούσκωμα, το πρήσμα του θανάτου (Σπανός B 197).
[ουδ. του επιθ. ανεμικός ως ουσ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (‑ό, ΙΛ, λ. ‑ός)]
- (Πιθ.) η ασθένεια ανεμοπύρωμα (που πιστευόταν ότι την προκαλούν «αερικά»):
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεμικός, επίθ.
-
- Που είναι σαν τον άνεμο, που δεν έχει υπόσταση:
- ανεμικές ελπίδες (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1108]).
[<ουσ. άνεμος + κατάλ. ‑ικός. H λ. τον 8.-9. αι. (LBG), στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ)]
- Που είναι σαν τον άνεμο, που δεν έχει υπόσταση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμικός, -ή, -ό [anemikós]
- ① windy:
- poem .. η νύχτα από | μελισταγής γίνηκε αλώνι | ανεμικό με μιας (Papatsonis) |
- παράπονα που πήρε η ανεμική | φόρα, του χινοπώρου τα φαρμάκια (Malakasis)
- ② med relating to, or affected w., anemia, anemic:
- ο τάδε είναι ~
- ⓐ fig lacking vitality, weak:
- οι προκυμαίες ακινητούσαν μέσα στο ανεμικό φως του βορρά (Panagiotop) |
- έχουν ανεμικό ντουφέκι (Vlachogiannis)
[fr MG ανεμικός, der of AG ἄνεμος w. suff -ικός]
- ① windy:



