Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανεμική
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεμική η [anemikí] Ο29 : (λαϊκότρ.) α. σφοδρότατος άνεμος. β. ανεμικό.

[ουσιαστικοπ. θηλ. του μσν. επιθ. ανεμικός `που τον χτυπάει ο άνεμος΄ < άνεμ(ος) -ικός]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεμική η.
  • 1) Δυνατός άνεμος, θύελλα, καταιγίδα:
    • σα ρόδο … απού … ανεμική μαδεί το (Πανώρ. Γ´ 84
    • (σε μεταφ.):
      • ανεμικές … του πόνου (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [675]).
  • 2) (Mεταφ.) δύσκολη περίσταση (της ζωής):
    • (Θυσ. 68).

[θηλ. του επιθ. ανεμικός ως ουσ. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεμική [anemicí] η,
  • ① windstorm, tempest (syn ανεμοζάλη 1, ανεμοθύελλα, καταιγίδα):
    • η Δάφνη πέρασε σαν την ~ τις κάμαρες (Panagiotop) |
    • το ανάγλυφο μέρος ήταν μισολιωμένο από τα χρόνια και τις ανεμικές (Myrivilis) |
    • νους και καρδιά πρέπει να μην τραντάζουνται από ανεμικές (ZLorentzatos) |
    • poem κι ολούθε η ~, φυσώντας τη, κλωθογυρνάει τη φλόγα (Homer Il 20.492 Kaz-Kakr) |
    • κ' οι ανεμικές με σπρώξανε σε μαύρους ωκεανούς (Palam) |
    • να κατατάξει η γαύρα ~ κ' η θάλασσα να στρώσει (Kazantz Od 15.1145)
  • ② myth. pl ανεμικές οι, evil spirits, ghosts (syn in ανεμικό):
    • poem την ώρα αυτή τις κόρες άρπαξαν οι ανεμικές (Homer Od 20.77 Kaz-Kakr) |
    • τώρα ποιος ξέρει πώς τον άρπαξαν οι ανεμικές κι εχάθη! (ib 1.241)

[fr MG ανεμική, substantiv. f of MG adj ανεμικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go