Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμελιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεμελιά η [anemelá] Ο24 : η ιδιότητα ή η κατάσταση του ανέμελου, η έλλειψη διάθεσης ή ενδιαφέροντος να ασχοληθούμε σοβαρά με ό,τι συμβαίνει γύρω μας: Tον κατέστρεψε η ~ και η επιπολαιότητά του. Nοσταλγούσε την ~ των παιδικών του χρόνων, ξεγνοιασιά.

[ανέμελ(ος) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες