Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανελλιπώς
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανελλιπώς [anelipós] adv (L)
  • continuously, regularly, without fail (syn αδιάκοπα, L συνεχώς):
    • φοίτησε ~ |
    • υπέβαλλαν ~ δήλωση |
    • παρακολουθούσα ~ το μάθημα της Διπλωματικής Iστορίας (Tachtsis) |
    • ο βιολιστής κοιμόταν ~ και δίχως υπνωτικό (KPapa) |
    • πήγαινα ~ σ' όλες τις επισκέψεις (Melas) |
    • κρατά την υπόσχεσή του ανελλιπέστατα

[fr PatrG, LK ἀνελλιπῶς, der of AG ἀνελλιπής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go