Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεκπλήρωτος -η -ο [anekplírotos] Ε5 : που (καθόλου ή εν μέρει) δεν εκπληρώθηκε, δεν πραγματοποιήθηκε ή που δεν τον εκπλήρωσαν, δεν τον πραγματοποίησαν, απραγματοποίητος: α. (για κτ. που αποτελεί υποχρέωση, καθήκον): Aνεκπλήρωτες υποσχέσεις. β. (για κτ. που περιμένουμε ή περιμέναμε να γίνει, να πραγματοποιηθεί): Aνεκπλήρωτες επιθυμίες, ανικανοποίητες. Aνεκπλήρωτη ευχή. Tα ανεκπλήρωτα όνειρα της νιότης μας.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεκπλήρωτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεκπλήρωτος, -η, -ο [anekplírotos] (L)
- ① unfulfilled, unrealized, unredeemed (syn απραγματοποίητος, ant πραγματοποιημένος):
- ανεκπλήρωτη δυνατότητα, ελπίδα, επιθυμία, ευχή, προσδοκία, υπόσχεση |
- ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες |
- ~ έρωτας, καημός |
- πόθοι ανεκπλήρωτοι |
- ανεκπλήρωτο αίτημα, καθήκον |
- ανεκπλήρωτα όνειρα |
- ανεκπλήρωτο χρέος |
- δεν είναι έλλειψη σοφίας ν' αφήνει κανείς πάντα κάτι ανεκπλήρωτο στη ζωή του (Ouranis) |
- poem στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη | μένα η ζωή πληρώθη (Polydouri)
- ⓐ unfulfilled, unsatisfied, of a person:
- φτάσαμε στο σπίτι ανεκπλήρωτοι (Laina)
- ② unfulfillable, unrealizable (ant πραγματοποιήσιμος):
- αυτά δεν γίνονται, είναι όνειρα ανεκπλήρωτα
[fr kath ανεκπλήρωτος ← LK ανεκπλήρωτος (1st c. AD), cpd of pref αν- & *εκπληρωτός; cf also MG εκπλήρωτος (Kriaras' Lex)]
- ① unfulfilled, unrealized, unredeemed (syn απραγματοποίητος, ant πραγματοποιημένος):