Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναχρονιστικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναχρονιστικός -ή -ό [anaxronistikós] Ε1 : που, καθώς είναι σύμφωνος με το πνεύμα μιας παλαιότερης εποχής και όχι της δικής του, έρχεται ή βρίσκεται σε αντίθεση με τη σύγχρονη πραγματικότητα· οπισθοδρομικός, καθυστερημένος: Aναχρονιστικές αντιλήψεις / ιδέες / απόψεις. Aναχρονιστική παιδεία.

[λόγ. < αγγλ. anachronistic < anachron(ism) = αναχρον(ισμός) -istic = -ιστικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναχρονιστικός, -ή, -ό [anaxronistikós] (L)
  • being chronologically out of place, anachronistic(al):
    • αναχρονιστικό όνομα |
    • αναχρονιστικό σύνταγμα, καθεστώς |
    • ~ θεσμός |
    • αναχρονιστικά ήθη, έθιμα |
    • αναχρονιστικές επιδιώξεις, προκαταλήψεις |
    • αναχρονιστική κατάσταση |
    • αναχρονιστικές συγχύσεις μεταξύ εθνισμού και θρησκείας |
    • εικόνα, αρχαιολατρεία, τέχνη, αναχρονιστική |
    • αναχρονιστική διδακτική παράδοση |
    • αναχρονιστική ιστορική ορθογραφία |
    • αναχρονιστική διάκριση μικρών και μεγάλων χωρών |
    • νομοθεσία, οικονομία αναχρονιστική |
    • αναχρονιστικό κοινωνικό αίτημα |
    • αναχρονιστική ιστορική ορθογραφία |
    • είναι αναχρονιστικό να πεθαίνεις από τέτανο στην εποχή μας |
    • φιγουράρει ένα φωτογραφικό πορτραίτο του συγγραφέα λιγάκι αναχρονιστικό (Terzakis) |
    • ανήλιαγη ασπρίλα, αναχρονιστική ασπρίλα, γυναίκας που αργοσκέβρωσε μέσα στο σπίτι (id.) [fr kath αναχρονιστικός, der of *αναχρονιστός |
    • αναχρονίζω -ομαι (cf K χρονιστός and MG & ModG αχρόνιστος, χρονιστέον [Aristot.], εγχρονιστέον

[4th c. AD]) w. suff -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες