Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναχρονισμός ο [anaxronizmós] Ο17 : 1.η αναφορά γεγονότος σε άλλον, όχι στον αληθινό, χρόνο: Εκούσιος ή ακούσιος ~. || η χρησιμοποίηση στην τέχνη ηθών και τρόπων κάποιας νεότερης εποχής για αναπαράσταση γεγονότων του παρελθόντος: H χρήση νεότερων ενδυμασιών στις παραστάσεις αρχαίου δράματος είναι ένας συνηθισμένος αλλά όχι πάντα εύστοχος ~. 2. η διατήρηση αντιλήψεων, συνηθειών κτλ. παλαιών και ξεπερασμένων, αντίθετων προς το πνεύμα της εποχής· οπισθοδρόμηση, οπισθοδρομικότητα: Kάθε προσπάθεια για αναζωογόνηση της παράδοσης δεν είναι οπωσδήποτε ~.
[λόγ. < γαλλ. anachronisme < ελνστ. ἀναχρον- (ἀναχρονίζω) `καθυστερώ να κάνω κτ.΄ -isme = -ισμός (διαφ. το ελνστ. ἀναχρονισμός `αλλαγή γραμματικού χρόνου΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναχρονισμός [anaxronizmós] ο,
- ① a chronological misplacing of persons, events, objects etc, anachronism:
- ιστορικός ~ |
- οι διάλογοι του Πλάτωνος περιέχουν πολλούς αναχρονισμούς (Lambridi) |
- προσπάθησα ν' αποφύγω τους αναχρονισμούς, το καθετί που θα ήταν ασυμβίβαστο προς το κλίμα της εποχής του Aριστοφάνη (Stavrou)
- ② a person or thing that is chronologically out of place, anachronism:
- ο μεσαίωνας αποτελεί σήμερα αναχρονισμό απαράδεκτο |
- το τονικό σύστημα είναι ανυπόφορος ~ |
- στην αρχή της βιομηχανικής εποχής ο πόλεμος ήταν πια ~ (Evelpidis)
[fr MG αναχρονισμός (Schol. Aristoph., Eustathius), der of LK αναχρονίζω -ομαι (-ίζω pap, 2nd-3rd c. AD; -ίζομαι MG)]
- ① a chronological misplacing of persons, events, objects etc, anachronism:



