Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναφομοίωτα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αναφομοίωτα [anafomíota] adv
  • without assimilation:
    • (οι έλληνες συνθέτες) πήραν το πρόσωπο των ελληνικών δημοτικών μελωδιών, προσθέτοντας .. σ' αυτές αυτούσια και ~ την τεχνική της ευρωπαϊκής μουσικής (Theodorakis)

[der of αναφομοίωτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go