Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναφερθείς -είσα -έν
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναφερθείς, -είσα, -έν [anaferθís] (L)
  • referred to, mentioned (syn D αναφερμένος):
    • οι οικονομικοί στόχοι του προγραμματισμού .. είναι οι αναφερθέντες στα προηγούμενα κεφάλαια (Zachareas) |
    • πρώτη η αναφερθείσα προ ολίγου Eνορατική Σχολή απορρίπτει τη λογική αρχή του αποκλεισμένου τρίτου (Vasileiou)

[fr kath αναφερθείς, pt aor pass of αναφέρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες