Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναφαγιά η [anafajá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η αφαγία: Mάγουλα βαθουλωμένα από την ~.
[ανάφαγ(ος) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναφαγιά η,
- βλ. αφαγία.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναφαγιά [anafayá] η, (& region. ανεφαγιά)
- condition of not eating food or eating inadequately (syn αφαγιά):
- αδυνάτισε από την ~ |
- κοντεύει να πεθάνει από την ~ |
- φάνηκε η κορμοστασιά του ρουφηγμένη από τη θέρμη, το ξαιμάτωμα και την ~ (Vlachoyannis)
[cpd of unneeded pref αν- & αφαγιά or der of ανάφαγος]
- condition of not eating food or eating inadequately (syn αφαγιά):



