Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναφαίρετα [anaféreta] adv (L)
- untransferably, incommutably, inalienably:
- τίτλος ~ δικός του |
- σε κάθε αξία υπάρχει ~ ένας συντελεστής ύψους (Papanoutsos) |
- τίποτε άλλο δεν είναι τόσο ~ δικό μας όσο η συνείδηση (Theodorakop)
[der of αναφαίρετος]
- untransferably, incommutably, inalienably:



