Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναφαίρετα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναφαίρετα [anaféreta] adv (L)
  • untransferably, incommutably, inalienably:
    • τίτλος ~ δικός του |
    • σε κάθε αξία υπάρχει ~ ένας συντελεστής ύψους (Papanoutsos) |
    • τίποτε άλλο δεν είναι τόσο ~ δικό μας όσο η συνείδηση (Theodorakop)

[der of αναφαίρετος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες