Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανατροπέας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανατροπέας ο [anatropéas] Ο21 : αυτός που προκαλεί ανατροπή. α. χαρακτηρισμός αυτού που καταργεί ή εξαφανίζει κτ.: ~ του πολιτεύματος / της θρησκείας. Kατηγορείται ως ~ των ηθικών και κοινωνικών αξιών. β. ονομασία μηχανημάτων με τα οποία γίνεται η ανατροπή.

[λόγ. < αρχ. ἀνατροπεύς, αιτ. -έα (στη σημ. α)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανατροπέας [anatropéas] ο, pl ανατροπείς (L),
  • subverter, overthrower, upsetter:
    • ανατροπείς της κοινωνίας disrupters of society |
    • ανατροπείς των κυβερνήσεων |
    • ο Pοβεσπιέρος ήταν .. μια από τις πιο άκαμπτες και αιχμηρές φωνές των ανατροπέων (Kanellop) |
    • ο Ψυχάρης, ο ~, ήταν ένας συντηρητικός Eυρωπαίος καθηγητής της πριν από τα 1914 εποχής (Theotokas)

[fr kath ανατροπεύς ← K, AG ἀνατροπεύς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες