Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανατρεπόμενο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανατρεπόμενο [anatrepómeno] το,
  • dumper, dump truck, dumpcart

[substantiv. n of ανατρεπόμενος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανατρεπόμενος, -η, -ο [anatrepómenos] (L)
  • ① reversible, dumping, tilting:
    • ανατρεπόμενο φορτηγό αυτοκίνητο dump truck |
    • ανατρεπόμενη καρότσα, ανατρεπόμενο βαγονέτο |
    • ανατρεπόμενο κάθισμα tilting seat |
    • ~ κάδος tipping bucket |
    • δίτροχο ανατρεπόμενο tumbril, dump cart |
    • ιστός ~ tubernacle mast
  • ② being knocked down, being overthrown:
    • στις δύο άκρες του αετώματος είναι ξαπλωμένος πληγωμένος ~ γίγαντας (Varelas)
  • ③ being reversed:
    • αναστένει στα ποιήματά του αυτά καταστάσεις ανατρεπόμενες (Spandonidis)

[prpp of ανατρέπω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες