Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατομική η [anatomikí] Ο29 : (ιατρ.) επιστήμη που μελετά την κατασκευή του σώματος των ενόργανων όντων, ανθρώπων και ζώων κυρίως, και τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα διάφορα όργανά του: Γενική / συγκριτική / περιγραφική / παθολογική ~. Φοιτητής που κόπηκε / πέρασε την ~, το σχετικό πανεπιστημιακό μάθημα. Aγόρασε την ~, το σχετικό βιβλίο.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. ανατομικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατομική [anatomicí] η, (L) med
- anatomy (syn ανατομία):
- η ~ του ανθρώπου, εργαστήριο ανατομικής |
- παθολογική ~ |
- συγκριτική ~ των κατοικιδίων θηλαστικών
- ⓐ anatomic science or study:
- ~ των οδόντων
[substantiv. f of K ἀνατομικός, sc. fr ανατομική τέχνη; cf φλεβοτομική (5th c. AD) etc]
- anatomy (syn ανατομία):



