Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανατομικά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανατομικά [anatomiká] adv (L)
  • structurally, anatomically:
    • (ο γενετικός κώδικας) καθορίζει, ~ και λειτουργικά, τον κάθε τύπο ζώου (Papanoutsos) |
    • το λιοντάρι του Aγίου Mάρκου είναι ~ .. παράλογο .. όμως ασφαλώς νοείται κατά λόγον (Tsatsos)

[der fr ανατομικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go