Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατομικά [anatomiká] adv (L)
- structurally, anatomically:
- (ο γενετικός κώδικας) καθορίζει, ~ και λειτουργικά, τον κάθε τύπο ζώου (Papanoutsos) |
- το λιοντάρι του Aγίου Mάρκου είναι ~ .. παράλογο .. όμως ασφαλώς νοείται κατά λόγον (Tsatsos)
[der fr ανατομικός]
- structurally, anatomically:



