Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατολιστής ο [anatolistís] Ο7 : επιστήμονας ειδικός στη μελέτη της ιστορίας, της γλώσσας και γενικά του πολιτισμού των ανατολικών λαών.
[λόγ. Aνατολ(ή) (δες ανατολή2) -ιστής μτφρδ. γαλλ. orientaliste]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατολιστής [anatolistís] ο, ανατολίστρια [anatolístria] η,
- specialist in oriental studies, orientalist:
- συνέδριο ανατολιστών |
- πίσω από τα θολά τζάμια κοίταζαν πρόσωπα ιχνογραφημένα με το μολύβι των "ανατολιστών" ζωγράφων του περασμένου αιώνα (Panagiotop)
[fr kath ανατολιστής (Koumanoudis), der of ανατολή]
- specialist in oriental studies, orientalist:



