Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανατολίτισσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανατολίτισσα [anatolítisa] η,
  • woman of the Near East or Anatolian female:
    • μελαχρινές ανατολίτισσες γυναίκες (used here adjectivally)

[f of Aνατολίτης w. suff -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες