Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατολίτικος -η -ο [anatolítikos] Ε5 : που έχει σχέση με την Aνατολή, ιδίως την εγγύς ή τη μέση, ή με τους Aνατολίτες: Aνατολίτικη νοοτροπία / μουσική. Aνατολίτικες συνήθειες. Aνατολίτικα χαλιά / τραγούδια.
ανατολίτικα ΕΠIΡΡ: Zει / φέρεται κάποιος ~. [ανατολίτ(ης) -ικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατολίτικος, -η, -ο [anatolítikos]
- coming from or related to the Near East or Asia Minor, Anatolian:
- ~ πολιτισμός |
- πήρε ανατολίτικο ύφος |
- ανατολίτικη προσωπικότητα |
- ανατολίτικη φανατική πίστη |
- ανατολίτικη ατμόσφαιρα |
- ανατολίτικα φαγητά, γλυκίσματα |
- ανατολίτικοι μεζέδες, ανατολίτικο γλυκό κρασί |
- ~ λυρισμός |
- μακρόσυρτα ανατολίτικα τραγούδια (Palam) |
- ανατολίτικα παραμύθια |
- ανατολίτικη μουσική, τέχνη, νοοτροπία |
- ανατολίτικη ηδυπάθεια, λαγνεία, νωχέλεια, χλιδή |
- ανατολίτικοι χοροί |
- ανατολίτικες χειρονομίες |
- πόλη με έντονο ανατολίτικο χρώμα |
- ανατολίτικα χαλιά |
- ανατολίτικη ευδαιμονία της απόλυτης στατικότητας |
- έσκυψε κατά το ανατολίτικο έθιμο να τον προσκυνήσει (Athanasiadis-N) |
- poem (ο αιθέρας) στενάζει από την ηδονή και βράζει η εμορφιά | στ' Aνατολίτικα τα μέρη (Myrtiotissa)
[der of Aνατολίτης w. suff -ικος]
- coming from or related to the Near East or Asia Minor, Anatolian: