Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατολίτικα [anatolítika] adv
- in oriental fashion, as the Orientals do:
- μπήκε .. μουρμουρίζοντας ― σα να τραγούδαγε ~ ― κάτι (Kostavaras) |
- του 'βαλε ένα μονόδραχμο στο χέρι, ενώ εκείνος με τ' άλλο χέρι ευχαριστούσε ~ (Drosinis)
[substantiv. n pl of ανατολίτικος]
- in oriental fashion, as the Orientals do:



