Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανατοκίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανατοκίζω [anatokízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω ανατοκισμό: ~ ένα κεφάλαιο / δάνειο.

[λόγ. ανα- τοκίζω κατά το ανατοκισμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανατοκίζω [anatocízo] (L)
  • lend or invest money at compound interest (syn κεφαλαιοποιώ τους τόκους)

[fr K *ἀνατοκίζω (cf its K der ἀνατοκισμός) bes AG, K, MG, ModG τοκίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες