Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατιμώ [anatimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : (για αγαθό ή υπηρεσία) κάνω ανατίμηση: Θα ανατιμηθούν τα τρόφιμα / τα ρούχα / τα ποτά. Aνατιμήθηκε η δραχμή έναντι του μάρκου.
[λόγ. < αρχ. ἀνατιμῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατιμώ [anatimó] ανατιμάς, aor ανατίμησα, pass ανατιμώμαι, aor ανατιμήθηκα (L)
- ① raise the price (of), increase prices:
- προβλέπεται να ανατιμηθεί το κρέας |
- θα ανατιμηθούν τα καύσιμα |
- φοβούμαι μήπως οι χωρικοί της Kωπαΐδας ανατιμήσουν τα εργατικά (TAthanasiadis)
- ② reevaluate:
- τα στείρα οικόπεδα ή χωράφια ανατιμώνται |
- ηθοποιοί που απέτυχαν στο Eθνικό συνέβηκε να ανατιμηθούν στο ελεύθερο θέατρο |
- το ηθογραφικό στοιχείο ανατιμήθηκε κ' έγινε πρώτη και κάποτε μόνη βάση των λογοτεχνικών έργων (Charis)
[fr kath ανατιμώ ← K, PatrG ← AG ἀνατιμῶ (-άω)]
- ① raise the price (of), increase prices:
[Λεξικό Κριαρά]
- ανατιμώνω.
-
- Mιλώ προσβλητικά σε κάπ., υβρίζω κάπ.:
- τον πτωχόν τον γάδαρον στέκει, ανατιμώνει (Γαδ. διήγ. 158).
[<πρόθ. ανά + ατιμώνω]
- Mιλώ προσβλητικά σε κάπ., υβρίζω κάπ.:



