Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναταραγμός [anataraγmós] ο,
- turmoil, agitation or excitement:
- πέρασαν όλη τη νύχτα .., σ' αναταραγμό ανιστόρητο, σ' ετοιμασίες και ξεφωνητά (Petsalis) |
- ύστερα από τον πρώτον αναταραγμό, το πρώτο ανάστα, έρχεται .. ένα λιγοψύχισμα της ορμής
[neol fr kath (Koumanoudis) αναταραγμός, der of αναταράσσω; cf AG ταραγμός, also ModG ταραμός]
- turmoil, agitation or excitement:



