Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναταράζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναταράζω [anatarázo] -ομαι Ρ2.2 : 1.με βίαιες κινήσεις προκαλώ δονήσεις, ανακατεύω: ~ το μπουκάλι με το φάρμακο. Ο δυνατός άνεμος ανατάραξε τα νερά της λίμνης. 2. συγκλονίζω, συνταράσσω κπ. ή κτ.

[αρχ. ἀναταράσσω μεταπλ. κατά το ταράσσω > ταράζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναταράζω [anatarázo] (& L αναταράσσω) ipf ανατάραζα, aor ανατάραξα (subj αναταράξω), mediop αναταράζομαι, (L) αναταράσσομαι, ipf αναταραζόμουνα (3sg αναταραζόταν[ε]),
  • L 3pl αναταράσσονταν, aor αναταράχτηκα, 3sg αναταράχτη(κε) (subj αναταραχτώ)
  • Ⓐ act
  • ① stir up, shake up, agitate, churn (syn in ανακατεύω 1):
    • τη θάλασσα την ανατάραζε δυνατός κυματισμός |
    • ο αέρας .. αναταράζει τα νερά και τα στεφανώνει με άσπρους αφρούς (Ouranis) |
    • όλοι οι δαιμόνοι είχανε βαλθεί ν' αναταράξουνε το πέλαγο ως τα κατάβαθά του (Petsalis) |
    • ένας δυνατός αέρας σηκώθηκεν ξαφνικά που ανατάραξεν όλο το ρουμάνι (Bastias) |
    • poem κι όλοι στ' αμάξια τότε ανέβηκαν και ρίξανε τους κλήρους· | κι ως ο Aχιλλέας τούς ανατάραζε, πρώτος πετιέται ο κλήρος | του Aντίλοχου .. (Homer Il 23.353 Kaz-Kakr)
  • ⓐ tousle, disarrange (syn in ανακατεύω 5b):
    • τα μακριά κι αχτένιστα μαλλιά του τ' αναταράζει το πρωινό τ' αγέρι (Palam)
  • ⓑ phr ~ τα σωθικά make upset, tie s.o.'s guts in knots:
    • συμπαθητική ματιά που μου ανατάραξε τα σωθικά όλα (Krystallis) |
    • τούτες οι ιστορίες .. αναταράξανε τα σωθικά του κόσμου (Petsalis)
  • ② fig stir (up), shake (up):
    • ένας δυνατός ψίθυρος ανατάραξε το πλήθος |
    • τα γεγονότα αναταράζουν τα στεκάμενα νερά |
    • η υπόθεση Nτρέυφους (Dreyfus) ανατάραξε τη Γαλλία |
    • την κοινωνία τη δονούσαν και την ανατάραζαν πυρακτωμένα πάθη |
    • αισθητικά ρεύματα που αναταράξανε την παγκόσμια λογοτεχνία |
    • οι ερωτικές σχέσεις (στην πλατιά σημασία της λέξης) αναταράζουν τα λιμνασμένα νερά της ύπαρξης (Chatzinis, adapted) |
    • μεγάλες, φωτεινές .. προσωπικότητες που η πολύμορφη δράση τους αναταράζει τις υπάρχουσες καταστάσεις (Fteris) |
    • μεγάλες μεταναστεύσεις των λαών .. ανατάραξαν τις σκοτεινές περιόδους της προϊστορίας (KParaschos)
  • ③ make tremble, shake:
    • φοβερές εκρήξεις αναταράζουν τη γη |
    • το "κρακ-κρακ" απ' τα πολυβολεία ανατάραξε το φαράγγι (TAthanasiadis) |
    • ένα δυνατό αναφιλητό τον ανατάραξε |
    • κύμα ντροπής την αναταράζει σύγκορμη |
    • μια τρεμούλα ανατάραζε τα μέλη της (Prevelakis) |
    • folks. πάει να πιει η πέρδικα, μπερδεύεται στο δίχτυ, | αναταράζει τα φτερά και φεύγει από το δίχτυ |
    • poem δεν είναι αέρας· σύγκρυο | τα δέντρα αναταράζει (Malakasis)
  • ④ throw into turmoil, stir up, excite profoundly:
    • ένα κύμα θυμού την ανατάραξε |
    • κάποια βαριά έγνοια αναταράζει την ψυχή του |
    • απροσδόκητη ανησυχία ανατάραξε την καρδιά μου |
    • αισθησιακές συγκινήσεις αναταράζουν το σωματικό και ψυχικό κόσμο του εφήβου |
    • μια θύελλα αναταράζει το βαθύ και σκοτεινό πέλαγος της ψυχής |
    • poem .. αναταράζει κάποτε το λογισμό μας | κάτι θλιμμένο τόσο ή τόσο φοβερό (Palam)
  • ⓒ startle:
    • τον ανατάραζαν τρεμούλες πυρετού |
    • κάθε τόσο τα όνειρα την ανατάραζαν |
    • δυνατοί λυγμοί ανατάραζαν το ντελικάτο της κορμάκι |
    • ο κάθε κρότος μάς ανατάραζε σαν να 'τανε κάτι που τάχα δεν το είχαμε προβλέψει (Theotokas) |
    • poem κάθε θύμησή μου | που έρχεται και κράζει | σαν πουλί θλιμμένο | και μ' αναταράζει (Skipis)
  • Ⓑ mi intr αναταράζομαι (& L αναταράσσομαι)
  • ⑤ be stirred up, be agitated, shake:
    • αφρισμένα νερά αναταράζονται με μεγαλοπρέπεια |
    • αναταράζεται η θάλασσα στο πόντισμα της πέτρας |
    • folkt φουσκώσανε .. κι αναταράχτηκαν τα κύματα, πετάξαν άσπρες σπίθες |
    • το άγριο κλήμα αναταράσσεται στην πνοή του ζεφύρου (Athanasiadis-N)
  • ⑥ shake, toss:
    • αναταράζεται ολάκερη από λυγμούς |
    • ο P. άρχισε να βήχει· το κορμί του αναταράζονταν (LAkritas) |
    • οι πεθαμένοι ιεράρχες .. αναταράζονται κάτω από τις πλάκες τους (Ouranis) |
    • folks. λεφτοκαρυάν εφύτεψα στης φυλακής την πόρτα | και λεφτοκάρυν έφαγα και λευτεριά δεν είδα. | Mόν' μια λαμπρή, μια Kυριακή, μια 'πίσημον ημέρα, | αναταράχτ' η φυλακή κι ο τοίχος ερραγίστη
  • ⑦ be stirred up, be upset or excited:
    • η ψυχή του δείνα αναταράχτηκε |
    • κάτι αναταράχτηκεεντός του |
    • αναταράχτηκε λιγωμένος από την προσβολή .. κι εκιτρίνισε (Theotokis) |
    • poem τότε η καρδιά του αναταράχτηκε τα πάθη αυτά γροικώντας (Homer Il 9.595 Kaz-Kakr)
  • ⓓ be startled, start:
    • έκλαιγε και το κορμί της αναταραζόταν |
    • το παράπονο έκανε ν' αναταράζεται το στήθος του |
    • το παιδί ούτε αναταράχτηκε ούτ' έδειξε το παραμικρό σημάδι πως σκιάχτηκε απ' το μπουμ (Drosinis) |
    • πάνω στον ύπνο του αναταραζότανε και πάλευε με τα στοιχειά (Myriv)

[fr kath αναταράσσω ← MG αναταράσσω (-ομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go